- παλαιένδοξος
- παλαιένδοξος, -ον (Α)ο από παλιά ένδοξος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + ἔνδοξος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλαιενδόξων — παλαιένδοξος of old renown masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)